измельчать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

измельчать - translation to πορτογαλικά


измельчать      
(стать меньше) apequenar-se, diminuir ; {перен.} degenerar , tornar-se mesquinho, amesquinhar se ; (о реке и т.п.) tornar-se raso, baixar de nível ; см. измельчить
esmagar finamente      
тонко измельчать
desintegrar o minério      
измельчать руду

Ορισμός

измельчать
ИЗМЕЛЬЧ'АТЬ, измельчаю, измельчаешь. ·совер. к мельчать
. Озеро измельчало. Интересы измельчали.
II. ИЗМЕЛЬЧ'АТЬ, измельчаю, измельчаешь (спец.). ·несовер. к измельчить
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για измельчать
1. "Без прилития новой крови порода может измельчать, - рассказывает птицевод.
2. Многие чайные компании в последнее время предпочитают чай измельчать.
3. Есть опасность измельчать, но сильный человек не измельчает никогда.
4. Тогда со временем премия должна либо измельчать, снизить планку, либо исчезнуть вовсе.
5. Причем натирать его надо вручную, а не измельчать во всяких новомодных комбайнах да блендерах.